- φλαούειον
- τὸ, Αφρ. «φλαούειον στράτευμα» — λεγεώνα τού Φλαβίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Flavius, -a, -um < κύριο όν. Flavius].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλαουΐάλιος — ὁ, Α στρατιώτης που ανήκε στο φλαούειον* στράτευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. Flavialis < κύριο όν. Flavius] … Dictionary of Greek